μόσχ(ο)-

μόσχ(ο)-
και μοσκ(ο)- (ΑΜ μοσχ[ο]-, Μ και μοσκ[ο]-)
α' συνθετικό αρκετών λέξεων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στη λ. μόσχος (II) «ελαιώδες αρωματικό υγρό» και έχει τη σημασία ὅτι αυτό που δηλώνει το β' συνθετικό: α) έχει ή αναδίδει ευωδιά (μοσχέλαιο, μοσχοβολώ, μοσχοσάπουνο)
β) γίνεται με αρωματικές ουσίες (μοσχολαντουρούμαι)
γ) είναι αντικείμενο ιδιαίτερης περιποίησης, προσοχής ή φροντίδας (μοσχοαναθρεμμένος, μοσχοπουλώ).
ΣΥΝΘ. μοσχοκάρυδο
αρχ.
μοσχόμυρον
μσν.
μοσχέλαιον, μοσχόδενδρον, μοσχοκαπνίζω, μοσχοπόδης, μοσχοραίνω
μσν.- νεοελλ.
μοσχοκάρφι(ον), μοσχολάχανο(ν), μοσχολίβανο, μοσχομυρίζω, μοσχομυρωδάτος, μοσχοφόρος, μοσχοφυλάσσω, μοσχόφυλλον
νεοελλ.
μοσχάγκαθο, μοσχ(ο)αναθρεμμένος, μοσχοβόλος, μοσχοβούτυρο, μοσχογαλή, μοσχοέλατο, μοσχοθυμίαμα, μοσχοϊτιά, μοσχοκαρυέλαιο, μοσχοκαύλι, μοσχοκερατιά, μοσχολαντουρούμαι, μοσχολέιμονο, μοσχολούλουδο, μοσχομολόχα, μοσχομπίζελο, μοσχομυρωδιά, μοσχοπέπονο, μοσχοπόντικος, μοσχοπουλώ, μοσχοσάπουνο, μοσχοσίτι, μόσχοσμος, μοσχοστάφυλο, μοσχοχόρταρο, μοσχοχτάποδο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • μοσχ(ο)αναθρεμμένος — και μοσκ(ο)αναθρεμμένος, η, ο αναθρεμμένος από τους γονείς του με υπερβολικές φροντίδες και περιποιήσεις, καλοαναθρεμμένος («κυρά μ , τη θυγατέρα σου τη μοσχαναθρεμμένη», δημ. τραγούδι). επίρρ... μοσχ(ο)αναθρεμμένα με πολλές περιποιήσεις. [ΕΤΥΜΟΛ …   Dictionary of Greek

  • μοσχοκάρυδο — Σπέρμα του καρπού της μυριστικής της ευώδους (οικογένεια μυριστικίδων, δικοτυλήδονα), που κατάγεται από τις Μολούκες νήσους και καλλιεργείται σε διάφορες τροπικές χώρες. Αποτελεί δέντρο εύοσμο σε κάθε τμήμα του. Τα μ. είναι ογκώδη, ωοειδή… …   Dictionary of Greek

  • ήχος — Διάδοση σε ένα ελαστικό μέσο των ταλαντώσεων που μεταδίδει σε αυτό ένα ταλαντούμενο σώμα (ηχητική πηγή). Συνήθως ή. ονομάζεται και το αποτέλεσμα που παράγεται από τις ελαστικές ταλαντώσεις στο εσωτερικό αφτί. Για το φυσιολογικό ανθρώπινο αφτί, το …   Dictionary of Greek

  • εύμιτρος — εὔμιτρος, ον (Α) αυτός που έχει ωραία μίτρα, ο στολισμένος με ωραία ταινία («εὐμίτροιο χιτῶνος», Μόσχ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + μίτρα] …   Dictionary of Greek

  • ζευγάρι — το (AM ζευγάριον, Μ και ζευγάριο και ζευγάριν) ζεύγος από βόδια για την καλλιέργεια τής γης (α. «ζευγάριον βοεικόν», Αριστοφ. β. «τίποτα δεν μάς μένει, ούτε ζευγάρι ούτε σπορά», Βαλαωρ.) νεοελλ. φρ. 1. «κάνω ζευγάρι» καλλιεργώ, οργώνω 2. «βγήκαν… …   Dictionary of Greek

  • κεγχρίνης — κεγχρίνης, ὁ (Α) φίδι που έχει στο δέρμα εξογκώματα όμοια με κεχρί. [ΕΤΥΜΟΛ. < κέγχρος, ο + επίθημα ίνης (πρβλ. ελαφ ίνης, μοσχ ίνης)] …   Dictionary of Greek

  • κρίδιον — κρίδιον, τὸ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «μικρὸς κριός». [ΕΤΥΜΟΛ. < κριός + υποκορ. κατάλ. ίδιον (πρβλ. βατραχ ίδιον, μοσχ ίδιον)] …   Dictionary of Greek

  • κτέρεα — κτέρεα, τὰ (Α) 1. τα νεκρικά δώρα, τα πράγματα τα οποία καίγονταν μαζί με τον νεκρό προς τιμήν του («πολλοῑς σὺν κτερέεσσι πυρῆς ἐπέβησαν ὁμοίης», Μόσχ.) 2. επικήδειες τιμές 3. τα σάβανα, τα υφάσματα με τα οποία περιτύλιγαν τον νεκρό («ἐνὶ… …   Dictionary of Greek

  • λαγίνης — λαγίνης, ὁ (Μ) λαγός. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαγός + κατάλ. ίνης (πρβλ. ελαφ ίνης, μοσχ ίνης)] …   Dictionary of Greek

  • λαχαίνω — (I) βλ. λαγχάνω. (II) λαχαίνω (Α) σκάβω, ορύσσω («μεγάλην ἐλάχαινε... τάφρον», Μόσχ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. λαχαίνω συνδέεται με τη λ. λάχανον (μετονοματικό παράγωγο) και προήλθε πιθ. κατ απόσπαση από το σύνθ. ἀμφι λαχαίνω «σκάβω γύρω», το οποίο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”